Η επικείμενη αύξηση του Φόρος Προστιθέμενης Αξίας στα μη αλκοολούχα ποτά από την 1η Ιανουαρίου 2024, έχει προκαλέσει σημαντική ανησυχία στους ιδιοκτήτες εστιατορίων, πυροδοτώντας φόβους για πιθανά λουκέτα, μειώσεις προσωπικού και αναπόφευκτη μετακύλιση αυξημένου κόστους στους πελάτες. Αυτή η αλλαγή στη φορολογία αντιπροσωπεύει μια αξιοσημείωτη κλιμάκωση στην ήδη τεταμένη σχέση μεταξύ της κυβέρνησης και της βιομηχανίας εστιατορίων.
Μέχρι τώρα, τα μη αλκοολούχα ποτά στον κλάδο της εστίασης φορολογούνταν με συντελεστή 13 τοις εκατό. Ωστόσο, με την αναμενόμενη ψήφιση του νέου φορολογικού νομοσχεδίου, ο συντελεστής αυτός διαμορφώνεται σχεδόν διπλασιασμένος, εκτινασσόμενος στο 24 τοις εκατό. Αυτή η σημαντική αύξηση αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντικές αυξήσεις τιμών στον κλάδο, με προβλεπόμενες αυξήσεις της τάξης του 10 τοις εκατό έως 15 τοις εκατό. Οι ιδιοκτήτες εστιατορίων, που εξακολουθούν να αναστατώνονται από τα οικονομικά πλήγματα που επέφερε η πανδημία, προειδοποιούν για τις σοβαρές συνέπειες αυτών των επικείμενων αυξήσεων.
Η αλλαγή του ΦΠΑ δεν περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή αλλά επεκτείνεται σε όλη την Ελλάδα, προκαλώντας ευρεία ανησυχία στους επαγγελματίες τόσο στην Αθήνα όσο και στην επαρχία. Εκπρόσωποι του κλάδου υποστηρίζουν ότι η αγορά, που ήδη υπόκειται σε σημαντική πίεση, δεν μπορεί να απορροφήσει αυτό το πρόσθετο κόστος χωρίς να επηρεάσει τις τελικές τιμές καταναλωτή.
Τις ανησυχίες του εξέφρασε και ο Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Εστιατορίων και Ψητοπωλών Θεσσαλονίκης Μιχάλης Επιτροπίδης. Τόνισε ότι το αυξημένο κόστος πιθανότατα θα οδηγήσει τους καταναλωτές να μειώσουν περαιτέρω τις παραγγελίες τους. Προβλέπει μια δύσκολη χειμερινή περίοδο, με υποτονική κίνηση τις καθημερινές και μόνο μικρές αυξήσεις τα Σαββατοκύριακα, εκτός από την εορταστική περίοδο, που είναι συνήθως πιο πολυσύχναστη.
Σύμφωνα με επιχειρηματίες, η μέση τιμή των μη αλκοολούχων ποτών αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά. Για παράδειγμα, ένας χυμός με τιμή επί του παρόντος στα 4 ευρώ θα μπορούσε να έχει αύξηση στα 4,40 ευρώ περίπου, άμεση συνέπεια της αύξησης του ΦΠΑ.
Ιδιοκτήτες επιχειρήσεων όπως και ένας επιχειρηματίας που διατηρεί κατάστημα στο Παγκράτι, εκφράζουν σοβαρές ανησυχίες για την επιβίωση των εγκαταστάσεων τους. Προβλέπουν μείωση της εργασίας και του προσωπικού, με το πρόσθετο βάρος να πέφτει τελικά στους πελάτες. Κάποιοι περιγράφουν το μέτρο ως στρατηγική είσπραξης φόρων, υπογραμμίζοντας το ευρύτερο πλαίσιο της αύξησης του κόστους στις πρώτες ύλες, συμπεριλαμβανομένων των κρεάτων, της φέτας, του ελαιόλαδου, των γαλακτοκομικών προϊόντων και των λαχανικών – βασικά συστατικά στον κλάδο της εστίασης.
Το προηγούμενο έτος σημειώθηκε δραματική αύξηση κατά 83 τοις εκατό στο ενεργειακό κόστος στον τομέα της εστίασης, με ελάχιστη μόνο μείωση πρόσφατα. Το κόστος των πρώτων υλών έχει αυξηθεί κατά περίπου 41,7 τοις εκατό, προσθέτοντας στην οικονομική πίεση των επιχειρήσεων.
Οι επιχειρηματίες ήδη αντιμετωπίζουν πολλά λειτουργικά και αναπόφευκτα πάγια έξοδα. Από τα ενοίκια των καταστημάτων τους, την αγορά και τη συντήρηση του εξοπλισμού, την αγορά συστημάτων θέρμανσης για τις ομπρέλες εστιατορίων και καφετέριων ώστε να παρέχουν προστασία και ζέστη στους πελάτες τους και κατά τους χειμερινούς μήνες.
Καταστηματάρχες στη Ζάκυνθο έχουν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους για το μέτρο. Κάποιοι χαρακτηρίζουν την πολιτική άδικη, ιδίως υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων για τα τεκμήρια. Επισημαίνουν τον παραλογισμό του υψηλού ΦΠΑ σε συνδυασμό με ένα τεκμαρτό φορολογικό ανώτατο όριο, τονίζοντας τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν αυτούς τους φόρους ενώ αναγκάζονται να αυξήσουν τις τιμές σε μια ήδη ακριβή αγορά.
Η ΠΟΕΣΕ εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναγνωρίζει τις πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης. Σημειώνουν ότι, παρά το γεγονός ότι τα έσοδα ΦΠΑ το 2023 ήταν κατά 5,4 τοις εκατό υψηλότερα από το 2022 και 9,1 τοις εκατό υψηλότερα από τις αρχικές προβλέψεις, μια τέτοια αύξηση του ΦΠΑ θα πιέσει περαιτέρω τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών, επιδεινώνοντας το γενικό επίπεδο τιμών.
Η Ομοσπονδία προειδοποιεί ότι οι μικρές επιχειρήσεις, που ήδη αγωνίζονται να ενσωματώσουν τα αποτελέσματα συγκεκριμένων πολιτικών αποφάσεων στο λειτουργικό τους κόστος, δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να μεταφέρουν αυτά τα κόστη στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτή η ενέργεια, υποστηρίζουν, θα εντείνει τη σπείρα του πληθωρισμού, επηρεάζοντας όχι μόνο την αγορά αλλά και τα νοικοκυριά.
Συνοπτικά, η αύξηση του ΦΠΑ στα μη αλκοολούχα ποτά θεωρείται κρίσιμη πρόκληση για τον κλάδο των εστιατορίων, με εκτεταμένες επιπτώσεις στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, τις καταναλωτικές δαπάνες και την ευρύτερη οικονομία. Η κίνηση θεωρείται ως ένα βήμα προς την επανεισαγωγή πολιτικών υπερφορολόγησης, με τις μικρές επιχειρήσεις να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις επακόλουθες οικονομικές πιέσεις.