Σε ένα κλίμα οικονομικής αβεβαιότητας που διανύει η Ελλάδα και όχι μόνο, οι επαγγελματίες της εστίασης παλεύουν με έναν πρόσφατα αναδυόμενο και αδυσώπητο εχθρό ονόματι πληθωρισμός και συγκεκριμένα, την κλιμάκωση των τιμών των τροφίμων και των πρώτων υλών. Οι συνεχόμενες ανατιμήσεις, που συχνά απαιτούν τις προσαρμογές των μενού σε τριμηνιαία βάση, δεν επιφέρουν μόνο την ταλαιπωρία. Ενσωματώνουν μια θεμελιώδη κρίση που επηρεάζει ολόκληρο το οικοσύστημα του κλάδου, από τους προμηθευτές έως τους πελάτες, και απειλεί να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική σταθερότητα αυτών των επιχειρήσεων. Καθώς πλησιάζει ο χειμώνας, οι ανησυχίες που κάποτε επικεντρώνονταν στο ενεργειακό κόστος έχουν επισκιαστεί από την αδιάκοπη άνοδο του πληθωρισμού και στα τρόφιμα.
Ανέκαθεν, οι επαγγελματίες της εστίασης συνήθιζαν να λειτουργούν με έναν βαθμό ελαστικότητας τιμολόγησης, απορροφώντας τις σταδιακές αυξήσεις στο κόστος των τροφίμων και των πρώτων υλών για να διατηρήσουν την πίστη των πελατών και το μερίδιο αγοράς. Ωστόσο, αυτές οι προσπάθειες οδηγούν πλέον σε ένα οικονομικό αδιέξοδο. Όπως αναφέρει ένας επαγγελματίας που δραστηριοποιείται εδώ και πολλά χρόνια στον χώρο, οι επιχειρηματίες βρίσκονται σε ένα σταυροδρόμι καθώς είτε θα αναγκαστούν να αυξήσουν κι εκείνοι τις τιμές τους ή θα διακινδυνεύσουν να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους. Για τους περισσότερους, το τελευταίο δεν αποτελεί επιλογή. Επομένως, το ερώτημα δεν είναι αν θα προσαρμοστούν οι τιμές, αλλά το πώς θα γίνει χωρίς να αποξενωθούν οι καταναλωτές που έχουν ήδη επιβαρυνθεί από τις οικονομικές προκλήσεις.
Καθώς οι σελίδες του ημερολογίου γυρίζουν προς τη χειμερινή περίοδο, οι συλλογικές ανησυχίες του κλάδου της εστίασης μεγαλώνουν. Πέρυσι, το κόστος ενέργειας ήταν η κύρια ανησυχία των επιχειρηματιών εστίασης καθώς παρακολουθούσαν τις τιμές ρεύματος να εκτινάζονται στα ύψη. Σήμερα, η απειλή πηγάζει από το αυξανόμενο κόστος των τροφίμων και των πρώτων υλών. Τα αρχικά δεδομένα επιβεβαιώνουν αυτή την κατάσταση και όπως προκύπτει από τα στοιχεία των προμηθευτών, δεν φαίνεται να υπάρχει ανακούφιση. Το κόστος στην εστίαση προβλέπεται να συνεχιστεί σε ανοδική τροχιά, επηρεάζοντας αναπόφευκτα τις τιμές μενού και, κατ’ επέκταση, τις επιλογές των καταναλωτών.
Αυτή η οικονομική πίεση δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο. Δημιουργεί μια αλυσιδωτή αντίδραση που επηρεάζει την ευρύτερη οικονομία. Οι πελάτες, πολλοί από τους οποίους είναι ήδη οικονομικά περιορισμένοι, ξοδεύουν περισσότερο όταν τρώνε έξω ή όταν παραγγέλνουν από ότι όταν μαγειρεύουν στο σπίτι τους.
Καθώς οι άνθρωποι σφίγγουν τη ζώνη τους – κυριολεκτικά και μεταφορικά – ο κλάδος της εστίασης βλέπει μια πτώση στην κίνηση των πελατών και, ως εκ τούτου, στα έσοδα. Αυτός ο μειωμένος κύκλος εργασιών υπονομεύει την οικονομική βιωσιμότητα αυτών των επιχειρήσεων, αναγκάζοντάς τες να εξετάσουν επιλογές που μπορεί να περιλαμβάνουν τη μείωση του προσωπικού, τη μείωση των ωρών λειτουργίας ή, στις πιο δραστικές περιπτώσεις, τη διακοπή της λειτουργίας τους.
Οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων πρέπει να διερευνήσουν διάφορες στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας με τοπικούς προμηθευτές για τη μείωση του κόστους μεταφοράς, της βελτιστοποίησης μενού για την ελαχιστοποίηση των φαγητών που δεν χρησιμοποιούνται αλλά και για επενδύσεις που θα τους βοηθήσουν να προσελκύσουν τους πελάτες μέσα στην χειμερινή σεζόν. Για παράδειγμα μπορούν να επενδύσουν σε διάφορα επαγγελματικά συστήματα σκίασης όπως για παράδειγμα σε επαγγελματικές ομπρέλες εστιατορίων με θερμαντικά σώματα για τις βροχερές ή και ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα για να μπορούν να εκμεταλλεύονται και τα τραπεζοκαθίσματα που έχουν στους εξωτερικούς τους χώρους.